бытотворьць — БЫТОТВОРЬЦ|Ь (1*), А с. Творец, создатель всего существующего (о боге): ина свѣтла˫а же и премѣньна˫а цр҃кы та достославна бѣ истина зѣло преславна и Соломони премдр(с)ти добродѣтелна˫а проповѣдница, паче же повелѣвшемоу бытотворцю всѣ(х) б҃оу… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έκζεμα — Μη μεταδοτική δερματική βλάβη φλεγμονώδους τύπου που προσβάλλει τις επιφανειακές στιβάδες του δέρματος. Το έ., που μπορεί να έχει οξεία ή συνηθέστερα χρόνια εξέλιξη, εκδηλώνεται με μορφές που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους (χρόνια αλλεργική… … Dictionary of Greek
αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… … Dictionary of Greek
βραδυκαρδία — Μείωση της καρδιακής συχνότητας κάτω από τους 60 παλμούς το λεπτό. Η β. δεν συνεπάγεται πάντα παθολογική κατάσταση· μπορεί να είναι φυσιολογική όταν εμφανίζεται σε αθλητές, σε νέους ή κατά τη διάρκεια του ύπνου. Άλλες φορές, ενδέχεται να… … Dictionary of Greek
παμμήτωρ — παμμήτωρ, ορος, ἡ (Α) 1. η μητέρα όλων («τῆς παμμήτορος καὶ γενεσιουργοῡ φύσεως», Κλήμ. Αλ.) 2. αληθινή, πραγματική μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. μουσο μήτωρ] … Dictionary of Greek
φαλλικός — ή, ό / φαλλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαλλός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλλό νεοελλ. φρ. α) «φαλλική λατρεία» (κοινων. ανθρωπολ. θρησκειολ.) η λατρεία τής γενεσιουργού, τής αναπαραγωγικής αρχής, όπως αυτή συμβολίζεται από τα σεξουαλικά όργανα ή… … Dictionary of Greek